ἰσογράφος

ἰσογράφος
ἰσογράφος
writing like
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ισόγραφος — η, ο και ισογράφος, ον (Α ἰσόγραφος, ον και ἰσογράφος, ον) αυτός που γράφει όμοια με κάποιον άλλο αρχ. 1. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἰσόγραφον αντίγραφο, ισογραφία* 2. φρ. μτφ. (για τον Πλάτωνα) «ἰσόγραφος τέττιξιν» μουσικός σαν τζίτζικας, αντίγραφο τού… …   Dictionary of Greek

  • -γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά …   Dictionary of Greek

  • ισ(ο)- — (ΑΜ ἰσ[ο]) α συνθ. λέξεων τής Αρχαίας Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα που σημαίνει: α) ισότητα ή ομοιότητα προς αυτό που δηλώνει το β συνθ. (ἴσανδρος, ἰσάνθρωπος, ἰσαπόστολος) β) ισοδυναμία ή ισοτιμία τού α προς το β συνθ …   Dictionary of Greek

  • ισογραφία — ἡ (Α ἰσογραφία) [ισόγραφος] αντιγραφή από πρωτότυπο έργο αρχ. ισόγραφον*, αντίγραφο τού πρωτοτύπου …   Dictionary of Greek

  • ισόγραφον — ἰσόγραφον, τὸ (Α) βλ. ισόγραφος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”